πεντάμετρος

πεντάμετρος
-η, -ο / πεντάμετρος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που αποτελείται από πέντε μέτρα ή από πέντε πόδες
2. το αρσ. ως ουσ. ο πεντάμετρος
(ενν. στίχος) (μετρ.) στίχος αποτελούμενος από πέντε μετρικούς πόδες, δηλαδή από δύο ημιστίχια, που περιλάμβαναν το καθένα δύο δακτύλους ή σπονδείους για το πρώτο μόνο ημιστίχιο, και μια τελευταία συλλαβή, που έπρεπε να είναι πάντοτε μακρά στο πρώτο του τμήμα, ενώ στο δεύτερο ήταν αδιάφορη, δηλ. μακρά ή βραχεία
νεοελλ.
1. αυτός που έχει μήκος πέντε μέτρα
2. φρ. «πεντάμετρος κανόνας»
(γεωδ.) όργανο που χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν για μετρήσεις μηκών ακριβείας ως βάση τριγωνομετρικού δικτύου ή πολυγωνομετρικών οδεύσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα-* + μέτρον (πρβλ. εξά-μετρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πεντάμετρος — consisting of five measures masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντάμετρον — πεντάμετρος consisting of five measures masc/fem acc sg πεντάμετρος consisting of five measures neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενταμέτρου — πεντάμετρος consisting of five measures masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενταμέτρους — πεντάμετρος consisting of five measures masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενταμέτρῳ — πεντάμετρος consisting of five measures masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντάμετρα — πεντάμετρος consisting of five measures neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντάμετροι — πεντάμετρος consisting of five measures masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Стих — Содержание 1 Стих в античном стихосложении 1.1 Стихи с двустопным метром …   Википедия

  • пентаметр — ПЕНТА´МЕТР (греч. πεντάμετρος пятистопный, от πέντε пять и μέτρον мера) в античной метрике пятистопный дактиль. Стихи, написанные одними П., в античной поэзии не встречаются: обычно строка гекзаметра и строка П. объединяются в двустишие, образуя… …   Поэтический словарь

  • pentámetro — (Del gr. pente , cinco + metron, medida.) ► adjetivo/ sustantivo masculino POESÍA Se aplica al verso grecolatino que se compone de cinco pies. * * * pentámetro (del lat. «pentamĕter», del gr. «pentámetros») m. Métr. En la *poesía clásica, verso… …   Enciclopedia Universal

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”